κῆλον1
κῆλον, τό,
A). shaft of an arrow, arrow, only pl., κῆλα θεοῖο the shafts of Apollo, as the cause of sudden death, , 1.53 383 ; πιφαυσκόμενος τὰ ἃ κῆλα, of Zeus during a snowstorm, 12.280 ; στεροπὴν καὶ αἰθαλόεντα κεραυνόν, κῆλα Διός Th. 708 : metaph.,[ φόρμιγγος] κῆλα καὶ δαιμόνων θέλγει φρένας P. 1.12 ; φρικώδεα κῆλα πίφαυσκον A. 10 :—also κήλεα νηῶν, = κᾶλα , ships' timbers, Fr. 206 (s.v.l.).