Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
κήδευσις
κηδευτής
κηδεύω
κήδιστος
κήδομαι
κηδομένως
κῆδος
κηδοσύνη
κηδόσυνος
κήδω
κηδωλός
κῆεν
κηθάριον
κηθεῖν
κήθιν
κηθίς
κῆθυ
κηκάζω
κηκάς
κηκασμός
κηκίβαλος
View word page
κηδωλός
κηδωλός·
ὁ φροντίζων καὶ κηδόμενος ὅλων
,
Suid.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
κηδωλός
Headword (normalized):
κηδωλός
Headword (normalized/stripped):
κηδωλος
IDX:
57070
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-57071
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κηδωλός·</span> <span class="foreign greek">ὁ φροντίζων καὶ κηδόμενος ὅλων</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> </div><br><br>'}