Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κηδεστία
κηδεστικός
κηδέστρια
κηδέστωρ
κήδευμα
κηδεύσιμος
κήδευσις
κηδευτής
κηδεύω
κήδιστος
κήδομαι
κηδομένως
κῆδος
κηδοσύνη
κηδόσυνος
κήδω
κηδωλός
κῆεν
κηθάριον
κηθεῖν
κήθιν
View word page
κήδομαι
κήδ-ομαι,
A). v. κήδω .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κήδομαι
Headword (normalized):
κήδομαι
Headword (normalized/stripped):
κηδομαι
IDX:
57064
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-57065
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κήδ-ομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">κήδω</span> .</div> </div><br><br>'}