Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
κηδεμονικός
κηδεμών
κήδεος
κήδεσαι
κηδεστής
κηδεστία
κηδεστικός
κηδέστρια
κηδέστωρ
κήδευμα
κηδεύσιμος
κήδευσις
κηδευτής
κηδεύω
κήδιστος
κήδομαι
κηδομένως
κῆδος
κηδοσύνη
κηδόσυνος
κήδω
View word page
κηδεύσιμος
κηδ-εύσιμος
,
A).
gloss on
κήδεος
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
κηδεύσιμος
Headword (normalized):
κηδεύσιμος
Headword (normalized/stripped):
κηδευσιμος
IDX:
57059
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-57060
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κηδ-εύσιμος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> gloss on <span class="ref greek">κήδεος</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}