Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κεχαλασμένως
κεχαρισμένως
κεχαριτωμένως
κέχηνα
Κεχηναῖοι
Κεχηνότως
Κεχηνώδης
κεχιασμένως
κεχρημένος
κεχυμένως
κεχωρίδαται
κεχωρισμένως
κέω
κεωρεῖν
Κέως
κῇ
κῆαι
κῆβος
κηγχός
κηδάζω
κηδεακός
View word page
κεχωρίδαται
κεχωρίδαται,
A). v. χωρίζω .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κεχωρίδαται
Headword (normalized):
κεχωρίδαται
Headword (normalized/stripped):
κεχωριδαται
IDX:
57033
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-57034
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κεχωρίδαται</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">χωρίζω</span> .</div> </div><br><br>'}