Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κεφαλοτόμος
κεφαλοτρύπανον
κεφαλουργός
κεφαλώδης
κεφάλωμα
κεφαλών
κεφαλωτός
κεχαλασμένως
κεχαρισμένως
κεχαριτωμένως
κέχηνα
Κεχηναῖοι
Κεχηνότως
Κεχηνώδης
κεχιασμένως
κεχρημένος
κεχυμένως
κεχωρίδαται
κεχωρισμένως
κέω
κεωρεῖν
View word page
κέχηνα
κέχηνα,
A). v. χάσκω .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κέχηνα
Headword (normalized):
κέχηνα
Headword (normalized/stripped):
κεχηνα
IDX:
57026
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-57027
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κέχηνα</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">χάσκω</span> .</div> </div><br><br>'}