Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κεφαλισμός
κεφαλίτης
κεφαλιτοπαραμήκης
Κεφαλλήν
κεφαλοβαρής
κεφαλόβρωτος
κεφαλόδεσμος
κεφαλοειδής
κεφαλόθλαστος
κεφαλόκλαστα
κεφαλοκλάστης
κεφαλοκρούστης
κεφαλοποιητικός
κεφαλόπους
κεφαλόρριζος
κέφαλος
κεφαλοτομέω
κεφαλοτόμος
κεφαλοτρύπανον
κεφαλουργός
κεφαλώδης
View word page
κεφαλοκλάστης
κεφᾰλο-κλάστης, ου, , a surgical instrument, Hermes 38.284 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κεφαλοκλάστης
Headword (normalized):
κεφαλοκλάστης
Headword (normalized/stripped):
κεφαλοκλαστης
IDX:
57009
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-57010
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κεφᾰλο-κλάστης</span>, <span class="itype greek">ου</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, a surgical instrument, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Hermes</span> 38.284 </span>.</div><br><br>'}