Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κεφαληδόν
κεφαλῆφιν
κεφαλίδιον
κεφαλίζω
κεφαλικός
κεφαλίνη
κεφαλῖνος
κεφάλιον
κεφαλίς
κεφαλισμός
κεφαλίτης
κεφαλιτοπαραμήκης
Κεφαλλήν
κεφαλοβαρής
κεφαλόβρωτος
κεφαλόδεσμος
κεφαλοειδής
κεφαλόθλαστος
κεφαλόκλαστα
κεφαλοκλάστης
κεφαλοκρούστης
View word page
κεφαλίτης
κεφᾰλ-ίτης [ῑ] λίθος
A). corner-stone, Hsch.


ShortDef

corner

Debugging

Headword:
κεφαλίτης
Headword (normalized):
κεφαλίτης
Headword (normalized/stripped):
κεφαλιτης
IDX:
57000
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-57001
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κεφᾰλ-ίτης</span> [<span class="foreign greek">ῑ] λίθος</span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">corner</span>-stone, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}