ἄβαρις
ἄβαρις,(βᾶρις)
A). having no boat, landsman, ἀβαριστάν· γυναικιζομένην ( ), Id. ἀβαρκνᾷ· κομᾶ ( ), but ἄβαρκνα· λιμός, Id. ἀβαρλεῖται· ταράσσεται, κροτεῖ, Id. ἀβάρνου· στένε, Id. ἀβαρταί, = πτηναί ( ), Id. ἀβαρύ, = ο<*>ρίγανον ( ), Id. ἀβάς· εὐήθης; also = ἱερὰ νόσος ( Tarent.), Id. ἀβάσαι· ἀριστῆσαι, καὶ ἀρθῆναι, Id.