Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κέρχνοϲ
κερχνόω
κέρχνω
κερχνώδης
κέρχνωμα
κερχνωτός
κερχώδης
κερωνία
κέρωνται
κερῶνυξ
Κεσαρεών
κέσκεον
κέσκετο
κέστερ
κεστιανὰ
κεστός
κέστρα
κέστρειον
κεστρεύς
κεστρεύω
κεστρινίσκος
View word page
Κεσαρεών
Κεσαρεών,
A). v. Καισαρεών .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
Κεσαρεών
Headword (normalized):
κεσαρεών
Headword (normalized/stripped):
κεσαρεων
IDX:
56942
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-56943
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">Κεσαρεών</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">Καισαρεών</span> .</div> </div><br><br>'}