Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κεροῦχος
κεροφόρος
κέρπαθος
κέρσα
κέρσιμος
κερτομέω
κερτόμησις
κερτομία
κερτομικός
ιος
κερτομιστής
κέρτομος
κερτύλλιον
κερύχρη
κερχαλέος
κέρχανα
κερχνασμός
κέρχνη
κερχνίον
κέρχνος
κέρχνος
View word page
κερτομιστής
κερτομ-ιστής )καρτ- cod.)· χλευαστής, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κερτομιστής
Headword (normalized):
κερτομιστής
Headword (normalized/stripped):
κερτομιστης
IDX:
56921
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-56922
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κερτομ-ιστής</span> )<span class="itype greek">καρτ</span>- cod.)<span class="foreign greek">· χλευαστής</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}