ἀμφέρχομαι
ἀμφέρχομαι,
A). surround, only aor. 2, c. acc., με κουράων ἀμφήλυθε θῆλυς ἀϋτή ; 6.122 με κνίσης ἀμφήλυθεν ἡδὺς ἀϋτμή 12.369 .
II). intr., pass, elapse, of time, αἰ φωνίοι πεντεκαίδεκ’ ἀμέρανς ἀμφεληλεύθεν (pf. inf.) ὁ ἄρχων τᾶς δίκας GDI 4999 (Gortyn).