Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κερνοφορέω
κερνοφόρος
κεροβάτης
κεροβόας
κερόδετος
κεροειδής
κερόεις
κεροίαξ
κεροπλάστης
κεροτυπέω
κερουλίς
κερουλκός
κερουτιάω
κερουχίς
κεροῦχος
κεροφόρος
κέρπαθος
κέρσα
κέρσιμος
κερτομέω
κερτόμησις
View word page
κερουλίς
κερουλίς and κερουλκίς,
A). v. κερουχίς .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κερουλίς
Headword (normalized):
κερουλίς
Headword (normalized/stripped):
κερουλις
IDX:
56907
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-56908
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κερουλίς</span> and <span class="orth greek">κερουλκίς</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">κερουχίς</span> .</div> </div><br><br>'}