Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κερκωπία
κερκωπίζω
κέρκωσις
Κέρκωψ
κέρμα
κερματίζω
κερμάτιον
κερματισμός
κερματιστής
κερματόομαι
κέρμηλος
κερμίον
κέρνα
κέρνας
κερνάω
κερνί
κέρνος
κερνοφορέω
κερνοφόρος
κεροβάτης
κεροβόας
View word page
κέρμηλος
κέρμηλος· ἀφ’ οὗ χαλκὸς γίνεται, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κέρμηλος
Headword (normalized):
κέρμηλος
Headword (normalized/stripped):
κερμηλος
IDX:
56890
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-56891
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κέρμηλος·</span> <span class="foreign greek">ἀφ’ οὗ χαλκὸς γίνεται</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}