Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
κερκοπίθηκος
κερκορῶνος
κέρκος
κερκούριον
κερκουρίτης
κέρκουρος
κερκουροσκάφη
κερκοφόρος
κέρκυ
Κέρκυρα
κερκώδης
κερκώπη
κερκωπία
κερκωπίζω
κέρκωσις
Κέρκωψ
κέρμα
κερματίζω
κερμάτιον
κερματισμός
κερματιστής
View word page
κερκώδης
κερκώδης
,
A).
v.l. for
κερχνώδης
, Erot.s.h.v.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
κερκώδης
Headword (normalized):
κερκώδης
Headword (normalized/stripped):
κερκωδης
IDX:
56878
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-56879
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κερκώδης</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v.l. for <span class="ref greek">κερχνώδης</span> , Erot.s.h.v.</div> </div><br><br>'}