Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
κέρκνος
κερκολύρα
κερκοπίθηκος
κερκορῶνος
κέρκος
κερκούριον
κερκουρίτης
κέρκουρος
κερκουροσκάφη
κερκοφόρος
κέρκυ
Κέρκυρα
κερκώδης
κερκώπη
κερκωπία
κερκωπίζω
κέρκωσις
Κέρκωψ
κέρμα
κερματίζω
κερμάτιον
View word page
κέρκυ
κέρκυ·
διπλῆ αὕτη καὶ δικέλαδος καὶ διθύσανος· ἐχρῆτο δὲ αὐτῇ μᾶλλον ὁ ἐν Κῷ πρύτανις
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
κέρκυ
Headword (normalized):
κέρκυ
Headword (normalized/stripped):
κερκυ
IDX:
56876
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-56877
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κέρκυ·</span> <span class="foreign greek">διπλῆ αὕτη καὶ δικέλαδος καὶ διθύσανος· ἐχρῆτο δὲ αὐτῇ μᾶλλον ὁ ἐν Κῷ πρύτανις</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}