Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κερκίζω
κερκιθαλίς
κέρκιον
κέρκιος
κερκίς
κέρκισις
κερκιστική
κέρκιστρα
κερκῖτις
κερκίων
κέρκνος
κερκολύρα
κερκοπίθηκος
κερκορῶνος
κέρκος
κερκούριον
κερκουρίτης
κέρκουρος
κερκουροσκάφη
κερκοφόρος
κέρκυ
View word page
κέρκνος
κέρκνος· ἱέραξ, ἢ ἀλεκτρυών, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κέρκνος
Headword (normalized):
κέρκνος
Headword (normalized/stripped):
κερκνος
IDX:
56866
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-56867
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κέρκνος·</span> <span class="foreign greek">ἱέραξ, ἢ ἀλεκτρυών</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}