κερδ-ίων,
ον, gen.
ονος, Comp. (with no Posit. in use), formed from
κέρδος,
A). more profitable;
Hom. only neut.,
ἐμοὶ δέ κε κέρδιον εἴη Il. 6.410 , or
καί κεν πολὺ κέρδιον ἦεν 3.41 , cf.
7.28 ;
ἦ μάλα τοι τόδε κ. ἔπλετο θυμῷ Od. 20.304 : later in masc.,
οὔτοι ἅπασα κερδίων φαίνοισα πρόσωπον ἀλάθεια Pi. N. 5.16 .
II). κέρδιστος,, Sup.,
most cunning or
crafty,
Σίσυφος .. , ὃ κέρδιστος γένετ’ ἀνδρῶν Il. 6.153 .