Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
κεραυνόπλους
κεραυνοποιός
κεραυνός
κεραυνοσκοπεῖον
κεραυνοσκοπία
κεραυνοῦχος
κεραυνοφαής
κεραυνοφόρος
κεραυνόω
κεραύνωσις
κέραφος
κεράω1
κεράω2
κεραώδης
Κεράων
κεραώψ
κερβαλά
Κερβέριοι
Κερβεροκίνδυνος
Κέρβερος
κερβολέω
View word page
κέραφος
κέραφος·
χλευασμός, κακολογία
,
Hsch.
; cf.
σκέραφος
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
κέραφος
Headword (normalized):
κέραφος
Headword (normalized/stripped):
κεραφος
IDX:
56808
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-56809
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κέραφος·</span> <span class="foreign greek">χλευασμός, κακολογία</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>; cf. <span class="foreign greek">σκέραφος</span>.</div><br><br>'}