Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
κερατόφωνος
κερατόω
κερατώδης
κερατών
κερατωνία
κερατῶπις
κεραύλης
κεραυλία
κεραυνεγχής
κεραύνειος
κεραυνία
κεραυνίας
κεραύνιον
κεραύνιος
κεραυνοβλής
κεραυνόβλητος
κεραυνοβολέω
κεραυνοβολία
κεραυνοβόλιον
κεραυνόβολος
κεραυνοβρόντης
View word page
κεραυνία
κεραυν-ία
,
ἡ
,
A).
=
ἀείζωον μικρόν
, Ps.-
Dsc.
4.89
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
κεραυνία
Headword (normalized):
κεραυνία
Headword (normalized/stripped):
κεραυνια
IDX:
56783
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-56784
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κεραυν-ία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ἀείζωον μικρόν</span> , Ps.- <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 4.89 </span>.</div> </div><br><br>'}