Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κερατίς
κεράτισις
κερατισμός
κερατιστής
κερατῖτις
κερατοβάτης
κερατογλύφος
κερατοειδής
κερατοξόος
κερατοποιέω
κερατοποιός
κερατόπους
κερατουργός
κερατοφάγος
κερατοφόρος
κερατοφυέω
κερατοφυής
κερατόφωνος
κερατόω
κερατώδης
κερατών
View word page
κερατοποιός
κερᾱτο-ποιός, όν,
A). gloss on κεραοξόος , Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κερατοποιός
Headword (normalized):
κερατοποιός
Headword (normalized/stripped):
κερατοποιος
IDX:
56766
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-56767
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κερᾱτο-ποιός</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> gloss on <span class="ref greek">κεραοξόος</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}