Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κεραμήϊος
κεραμίδιον
κεραμιδοπλάστης
κεραμιδόω
κεραμικός
κεράμινος
κεράμιον
κεράμιος
κεραμίς
κεράμισμα
κεραμίτης
κεραμῖτις
κεραμοπλάστης
κεραμοπλαστικὸν
κεραμοποιός
κεραμοπωλεῖον
κεραμοπωλέω
κεραμοπώλης
κέραμος
κεραμοτήξ
κεραμουργός
View word page
κεραμίτης
κερᾰμ-ίτης, ον, , v.sq.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κεραμίτης
Headword (normalized):
κεραμίτης
Headword (normalized/stripped):
κεραμιτης
IDX:
56702
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-56703
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κερᾰμ-ίτης</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, v.sq.</div><br><br>'}