Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κεραμεών
κεραμήϊος
κεραμίδιον
κεραμιδοπλάστης
κεραμιδόω
κεραμικός
κεράμινος
κεράμιον
κεράμιος
κεραμίς
κεράμισμα
κεραμίτης
κεραμῖτις
κεραμοπλάστης
κεραμοπλαστικὸν
κεραμοποιός
κεραμοπωλεῖον
κεραμοπωλέω
κεραμοπώλης
κέραμος
κεραμοτήξ
View word page
κεράμισμα
κερᾰ/μ-ισμα, ατος, τό, = foreg., Gloss.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κεράμισμα
Headword (normalized):
κεράμισμα
Headword (normalized/stripped):
κεραμισμα
IDX:
56701
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-56702
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κερᾰ/μ-ισμα</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>, = foreg., <span class="title" style="font-style: italic;">Gloss.</span> </div><br><br>'}