κεραμικός
κερᾰμ-ῐκός, ή, όν,
A). of or for pottery, γῆ κ. potter's earth, Int. 7 , cf. ; 4 κ. ῥύμη, = Κεραμεικός , Ec. 4 ; κ. κέραμος IG 42(1).102.281 (Epid., iv B.C.); ὁ κ. τροχός ; 7.3.9 κ. μάστιξ, Com.Phrase for ostracism, Com.Adesp. 33 ; ἐργαστήριον PFlor. 50.68 (iii A.D.); ἡ -κή (sc. τέχνη) the potter's art, pottery, Plt. 288a ; v. κεραμεικός .