Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κεραμεικός
κεραμεῖον
κεράμειος
κεραμεοῦς
κεραμεύς
κεραμευτικός
κεραμεύω
κεραμεών
κεραμήϊος
κεραμίδιον
κεραμιδοπλάστης
κεραμιδόω
κεραμικός
κεράμινος
κεράμιον
κεράμιος
κεραμίς
κεράμισμα
κεραμίτης
κεραμῖτις
κεραμοπλάστης
View word page
κεραμιδοπλάστης
κερᾰμ-ῐδοπλάστης, ου, ,
A). tile-maker, Gloss.


ShortDef

tile-maker

Debugging

Headword:
κεραμιδοπλάστης
Headword (normalized):
κεραμιδοπλάστης
Headword (normalized/stripped):
κεραμιδοπλαστης
IDX:
56694
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-56695
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κερᾰμ-ῐδοπλάστης</span>, <span class="itype greek">ου</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">tile-maker,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}