Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
κέοιτο
κεπφαττελεβώδης
κέπφος
κεπφόω
κεραβάτης
κερᾴδιον
κεράεις
κεραελκής
κεραία
κεραΐδιον
κεραιέλοντα
κεραΐζω
κεραίνω
κεραιός
κεραιοῦχος
κεραιοφόρος
κέραιπε
κεραΐς
κεραΐς
κεραϊσμός
κεραϊστής
View word page
κεραιέλοντα
κεραιέλοντα·
ὁ εἰς κέρατα ἔλαιον ἄγων
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
κεραιέλοντα
Headword (normalized):
κεραιέλοντα
Headword (normalized/stripped):
κεραιελοντα
IDX:
56666
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-56667
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κεραιέλοντα·</span> <span class="foreign greek">ὁ εἰς κέρατα ἔλαιον ἄγων</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}