κεντρίτης
κεντρ-ίτης, ου, ὁ,
A). v. κεντρίνης 111 .
II). κ. κάλαμος prickly reed, PTeb. 152 (ii B.C.).
III). fem. κεντρ-ῖτις, ιδος, ἡ, place where a horse is tapped for dropsy, Hippiatr. 38 .
2). κ. βοτάνη, magical plant, PMag.Par. 1.773 .