Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κελέοντες
κελεός
κελέτρα
κέλετρον
κελευθείοντες
κελεύθειος
κελευθήτης
κελευθοποιός
κελευθοπόρος
κέλευθος
κελεύθρας
κέλευμα
κέλευσις
κέλευσμα
κελευσματικῶς
κελευσμός
κελευσμοσύνη
κελευστέον
κελευστής
κελευστικός
κελευσκή
View word page
κελεύθρας
κελεύθρας· κελεύσεως, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κελεύθρας
Headword (normalized):
κελεύθρας
Headword (normalized/stripped):
κελευθρας
IDX:
56477
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-56478
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κελεύθρας·</span> <span class="foreign greek">κελεύσεως</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}