κεκραμένως
κεκρᾱμένως, Adv.,(
A). κεράννυμι 1.3 ) in a mixed manner, πρὸ τῶν ἀμίκτων ἐλέγχων κ. παρέχεται τοῖς ἐπαίνοις αὐτούς in Alc. p.102 C.
2). in painting, with well-blended colours, (fort. leg. 2.335a κεκριμένως).