Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κεκηρυγμένως
κέκιλος
κεκλασμένως
κεκλέαται
κεκμηκότως
κεκμηώς
κεκολασμένως
κεκορεσμένως
κεκόρημαι
κεκοσμημένως
κεκοτηώς
κέκραγμα
κεκραγμός
κεκράκτης
κεκραμένως
κεκραξιδάμας
κεκρατημένως
κέκραχθι
κεκριμένως
κεκροτημένως
Κέκροψ
View word page
κεκοτηώς
κεκοτηώς,
A). v. κοτέω . κεκράανται, κεκράαντο, v. κραίνω .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κεκοτηώς
Headword (normalized):
κεκοτηώς
Headword (normalized/stripped):
κεκοτηως
IDX:
56423
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-56424
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κεκοτηώς</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">κοτέω</span> . <span class="orth greek">κεκράανται</span>, <span class="orth greek">κεκράαντο</span>, v. <span class="ref greek">κραίνω</span> .</div> </div><br><br>'}