Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κεκαφηώς
κεκεῖνα
κεκηρυγμένως
κέκιλος
κεκλασμένως
κεκλέαται
κεκμηκότως
κεκμηώς
κεκολασμένως
κεκορεσμένως
κεκόρημαι
κεκοσμημένως
κεκοτηώς
κέκραγμα
κεκραγμός
κεκράκτης
κεκραμένως
κεκραξιδάμας
κεκρατημένως
κέκραχθι
κεκριμένως
View word page
κεκόρημαι
κεκόρημαι, κεκορηώς,
A). v. κορέννυμι .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κεκόρημαι
Headword (normalized):
κεκόρημαι
Headword (normalized/stripped):
κεκορημαι
IDX:
56421
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-56422
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κεκόρημαι</span>, <span class="orth greek">κεκορηώς</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">κορέννυμι</span> .</div> </div><br><br>'}