Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
κεκαδήσω
κεκακουργημένως
κεκάλακας
κεκαφηώς
κεκεῖνα
κεκηρυγμένως
κέκιλος
κεκλασμένως
κεκλέαται
κεκμηκότως
κεκμηώς
κεκολασμένως
κεκορεσμένως
κεκόρημαι
κεκοσμημένως
κεκοτηώς
κέκραγμα
κεκραγμός
κεκράκτης
κεκραμένως
κεκραξιδάμας
View word page
κεκμηώς
κεκμηώς
,
ότος
and
ῶτος
, Ep. pf. part. Act. of
κάμνω
.
κέκνακεν·
ὑπὸ κακῶν ἀπειρήκει
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
κεκμηώς
Headword (normalized):
κεκμηώς
Headword (normalized/stripped):
κεκμηως
IDX:
56418
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-56419
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κεκμηώς</span>, <span class="itype greek">ότος</span> and <span class="itype greek">ῶτος</span>, Ep. pf. part. Act. of <span class="foreign greek">κάμνω</span>. <span class="orth greek">κέκνακεν·</span> <span class="foreign greek">ὑπὸ κακῶν ἀπειρήκει</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}