Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

Κειτούκειτος
κείω1
κείω2
κειώδης
κεκαδήσω
κεκακουργημένως
κεκάλακας
κεκαφηώς
κεκεῖνα
κεκηρυγμένως
κέκιλος
κεκλασμένως
κεκλέαται
κεκμηκότως
κεκμηώς
κεκολασμένως
κεκορεσμένως
κεκόρημαι
κεκοσμημένως
κεκοτηώς
κέκραγμα
View word page
κέκιλος
κέκιλος· ἰσχνόφωνος, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κέκιλος
Headword (normalized):
κέκιλος
Headword (normalized/stripped):
κεκιλος
IDX:
56414
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-56415
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κέκιλος·</span> <span class="foreign greek">ἰσχνόφωνος</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}