κεκαφηώς
κεκᾰφηώς, Ep. pf. part. with no pres. in use, only in phrase κεκαφηότα θυμόν
A). breathing forth one's life, , 5.698 : in later Poets intr., 5.468 worn out, fordone, κεκαφηότα γυῖα C. 4.206 ; κ. γυῖα κεραυνῷ D. 2.539 ; δέμας κ. λιμῷ ib. 26.108 ; δίψῃ κεκαφηότας ib. 29.299 ; ἄνδρα .. κεκαφηότα δηϊοτῆτι ib. 46.93 ; κεκαφηότι θυμῷ H. 3.572 ; κ. ταρσῷ weary, ( 9.653 ). (Cogn. with καπύω, κάπτω: has κέκηφε· τέθνηκεν.)