Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καχρυόεις
καχρυοφόρος
κάχρυς
καχρυφόρος
καχρυώδης
καχυπονόητος
καχυπόνοος
καχύποπτος
καχυπότοπος
κάψα
καψάμενος
καψάριος
καψιδρώτιον
καψικός
καψιπήδαλος
κάψις
καψοί
κάω
κε
κεάδας
κεάζω
View word page
καψάμενος
καψάμενος· ἐλάττωμα ἵππου, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καψάμενος
Headword (normalized):
καψάμενος
Headword (normalized/stripped):
καψαμενος
IDX:
56316
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-56317
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καψάμενος·</span> <span class="foreign greek">ἐλάττωμα ἵππου</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}