Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καχρυδιάζομαι
καχρυδίας
καχρυόεις
καχρυοφόρος
κάχρυς
καχρυφόρος
καχρυώδης
καχυπονόητος
καχυπόνοος
καχύποπτος
καχυπότοπος
κάψα
καψάμενος
καψάριος
καψιδρώτιον
καψικός
καψιπήδαλος
κάψις
καψοί
κάω
κε
View word page
καχυπότοπος
κᾰχ-υπότοπος, ον, = foreg., Pl. Phdr. 240e .


ShortDef

suspicious

Debugging

Headword:
καχυπότοπος
Headword (normalized):
καχυπότοπος
Headword (normalized/stripped):
καχυποτοπος
IDX:
56314
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-56315
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κᾰχ-υπότοπος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, = foreg., <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0059.tlg012:240e" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0059.tlg012:240e/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Pl.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Phdr.</span> 240e </a>.</div><br><br>'}