Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καχλάζω
κάχλασμα
καχλασμός
κάχληξ
καχνάζει
καχομιλία
καχόμιλος
καχορμισία
κάχρυ
καχρύδια
καχρυδιάζομαι
καχρυδίας
καχρυόεις
καχρυοφόρος
κάχρυς
καχρυφόρος
καχρυώδης
καχυπονόητος
καχυπόνοος
καχύποπτος
καχυπότοπος
View word page
καχρυδιάζομαι
καχρῠδιάζομαι,
A). sprout in winter, ὁ σπόρος -άσεται Cat.Cod.Astr. 8(4).251 .


ShortDef

sprout in winter

Debugging

Headword:
καχρυδιάζομαι
Headword (normalized):
καχρυδιάζομαι
Headword (normalized/stripped):
καχρυδιαζομαι
IDX:
56304
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-56305
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καχρῠδιάζομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">sprout in winter</span>, <span class="quote greek">ὁ σπόρος -άσεται</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Cat.Cod.Astr.</span> 8(4).251 </span> .</div> </div><br><br>'}