Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καχίλα
κάχλα
καχλάζω
κάχλασμα
καχλασμός
κάχληξ
καχνάζει
καχομιλία
καχόμιλος
καχορμισία
κάχρυ
καχρύδια
καχρυδιάζομαι
καχρυδίας
καχρυόεις
καχρυοφόρος
κάχρυς
καχρυφόρος
καχρυώδης
καχυπονόητος
καχυπόνοος
View word page
κάχρυ
κάχρυ,
A). v. κάχρυς 11 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κάχρυ
Headword (normalized):
κάχρυ
Headword (normalized/stripped):
καχρυ
IDX:
56302
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-56303
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κάχρυ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">κάχρυς</span> <span class="bibl"> 11 </span>.</div> </div><br><br>'}