Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καχήμερος
καχίλα
κάχλα
καχλάζω
κάχλασμα
καχλασμός
κάχληξ
καχνάζει
καχομιλία
καχόμιλος
καχορμισία
κάχρυ
καχρύδια
καχρυδιάζομαι
καχρυδίας
καχρυόεις
καχρυοφόρος
κάχρυς
καχρυφόρος
καχρυώδης
καχυπονόητος
View word page
καχορμισία
κᾰχορμῐσία, poet. κᾰχομῑλ-ίη, ,
A). unlucky harbourage, AP 7.640 (Antip.).


ShortDef

unlucky harbourage

Debugging

Headword:
καχορμισία
Headword (normalized):
καχορμισία
Headword (normalized/stripped):
καχορμισια
IDX:
56301
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-56302
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κᾰχορμῐσία</span>, poet. <span class="orth greek">κᾰχομῑλ-ίη</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">unlucky harbourage,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">AP</span> 7.640 </span> (Antip.).</div> </div><br><br>'}