Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καχεξία
καχεταιρεία
καχήμερος
καχίλα
κάχλα
καχλάζω
κάχλασμα
καχλασμός
κάχληξ
καχνάζει
καχομιλία
καχόμιλος
καχορμισία
κάχρυ
καχρύδια
καχρυδιάζομαι
καχρυδίας
καχρυόεις
καχρυοφόρος
κάχρυς
καχρυφόρος
View word page
καχομιλία
κᾰχομῑλ-ία, ,
A). v. κακομιλία .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καχομιλία
Headword (normalized):
καχομιλία
Headword (normalized/stripped):
καχομιλια
IDX:
56299
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-56300
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κᾰχομῑλ-ία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">κακομιλία</span> .</div> </div><br><br>'}