Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καχεξής
καχεξία
καχεταιρεία
καχήμερος
καχίλα
κάχλα
καχλάζω
κάχλασμα
καχλασμός
κάχληξ
καχνάζει
καχομιλία
καχόμιλος
καχορμισία
κάχρυ
καχρύδια
καχρυδιάζομαι
καχρυδίας
καχρυόεις
καχρυοφόρος
κάχρυς
View word page
καχνάζει
καχνάζει· κακχάζει, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καχνάζει
Headword (normalized):
καχνάζει
Headword (normalized/stripped):
καχναζει
IDX:
56298
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-56299
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καχνάζει·</span> <span class="foreign greek">κακχάζει</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}