Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καχέκτης
καχεκτικός
καχεξής
καχεξία
καχεταιρεία
καχήμερος
καχίλα
κάχλα
καχλάζω
κάχλασμα
καχλασμός
κάχληξ
καχνάζει
καχομιλία
καχόμιλος
καχορμισία
κάχρυ
καχρύδια
καχρυδιάζομαι
καχρυδίας
καχρυόεις
View word page
καχλασμός
καχλ-ασμός, , = foreg., Zos.Alch. p.119 B. (pl.), Gloss.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καχλασμός
Headword (normalized):
καχλασμός
Headword (normalized/stripped):
καχλασμος
IDX:
56296
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-56297
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καχλ-ασμός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, = foreg., Zos.Alch.<span class="bibl"> p.119 </span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">B.</span> </span> (pl.), <span class="title" style="font-style: italic;">Gloss.</span> </div><br><br>'}