Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καχεκτέω
καχέκτης
καχεκτικός
καχεξής
καχεξία
καχεταιρεία
καχήμερος
καχίλα
κάχλα
καχλάζω
κάχλασμα
καχλασμός
κάχληξ
καχνάζει
καχομιλία
καχόμιλος
καχορμισία
κάχρυ
καχρύδια
καχρυδιάζομαι
καχρυδίας
View word page
κάχλασμα
κάχλ-ασμα, only in form κόχλασμα (q.v.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κάχλασμα
Headword (normalized):
κάχλασμα
Headword (normalized/stripped):
καχλασμα
IDX:
56295
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-56296
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κάχλ-ασμα</span>, only in form <span class="foreign greek">κόχλασμα</span> (q.v.).</div><br><br>'}