Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
καχείτης
καχεκτεύομαι
καχεκτέω
καχέκτης
καχεκτικός
καχεξής
καχεξία
καχεταιρεία
καχήμερος
καχίλα
κάχλα
καχλάζω
κάχλασμα
καχλασμός
κάχληξ
καχνάζει
καχομιλία
καχόμιλος
καχορμισία
κάχρυ
καχρύδια
View word page
κάχλα
κάχλα
,
ἡ
,
A).
=
βούφθαλμον
,
Dsc.
3.139
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
κάχλα
Headword (normalized):
κάχλα
Headword (normalized/stripped):
καχλα
IDX:
56293
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-56294
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κάχλα</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">βούφθαλμον</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 3.139 </span>.</div> </div><br><br>'}