Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
καχειμονία
καχείτης
καχεκτεύομαι
καχεκτέω
καχέκτης
καχεκτικός
καχεξής
καχεξία
καχεταιρεία
καχήμερος
καχίλα
κάχλα
καχλάζω
κάχλασμα
καχλασμός
κάχληξ
καχνάζει
καχομιλία
καχόμιλος
καχορμισία
κάχρυ
View word page
καχίλα
καχίλα·
ἄνθη
(
Cypr.
),
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
καχίλα
Headword (normalized):
καχίλα
Headword (normalized/stripped):
καχιλα
IDX:
56292
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-56293
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καχίλα·</span> <span class="foreign greek">ἄνθη</span> (<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Cypr.</span></span>), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}