Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καχάζω
καχασμός
καχειμονία
καχείτης
καχεκτεύομαι
καχεκτέω
καχέκτης
καχεκτικός
καχεξής
καχεξία
καχεταιρεία
καχήμερος
καχίλα
κάχλα
καχλάζω
κάχλασμα
καχλασμός
κάχληξ
καχνάζει
καχομιλία
καχόμιλος
View word page
καχεταιρεία
κᾰχ-εταιρεία, poet. κᾰχ-είη, ,
A). ill company, Thgn. 1169 .


ShortDef

ill company

Debugging

Headword:
καχεταιρεία
Headword (normalized):
καχεταιρεία
Headword (normalized/stripped):
καχεταιρεια
IDX:
56290
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-56291
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κᾰχ-εταιρεία</span>, poet. <span class="orth greek">κᾰχ-είη</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">ill company</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Thgn.</span> 1169 </span>.</div> </div><br><br>'}