Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
κάφρυκτοι
καφώρη
καχάζω
καχασμός
καχειμονία
καχείτης
καχεκτεύομαι
καχεκτέω
καχέκτης
καχεκτικός
καχεξής
καχεξία
καχεταιρεία
καχήμερος
καχίλα
κάχλα
καχλάζω
κάχλασμα
καχλασμός
κάχληξ
καχνάζει
View word page
καχεξής
κᾰχεξ-ής
,
ές
, = foreg., opp.
ἀγαθός
, dub. in
Phld.
Rh.
1.36
S.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
καχεξής
Headword (normalized):
καχεξής
Headword (normalized/stripped):
καχεξης
IDX:
56288
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-56289
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κᾰχεξ-ής</span>, <span class="itype greek">ές</span>, = foreg., opp. <span class="foreign greek">ἀγαθός</span>, dub. in <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Phld.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Rh.</span> 1.36 </span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">S.</span> </span> </div><br><br>'}