Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καφουρά
κάφρυκτοι
καφώρη
καχάζω
καχασμός
καχειμονία
καχείτης
καχεκτεύομαι
καχεκτέω
καχέκτης
καχεκτικός
καχεξής
καχεξία
καχεταιρεία
καχήμερος
καχίλα
κάχλα
καχλάζω
κάχλασμα
καχλασμός
κάχληξ
View word page
καχεκτικός
κᾰχεκ-τικός, , όν, = foreg. 1 , Gal. 11.307 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καχεκτικός
Headword (normalized):
καχεκτικός
Headword (normalized/stripped):
καχεκτικος
IDX:
56287
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-56288
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κᾰχεκ-τικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, = foreg. <span class="bibl"> 1 </span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 11.307 </span>.</div><br><br>'}