Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καυχητής
καυχητιάω
καυχός
καφουρά
κάφρυκτοι
καφώρη
καχάζω
καχασμός
καχειμονία
καχείτης
καχεκτεύομαι
καχεκτέω
καχέκτης
καχεκτικός
καχεξής
καχεξία
καχεταιρεία
καχήμερος
καχίλα
κάχλα
καχλάζω
View word page
καχεκτεύομαι
κᾰχεκ-τεύομαι,
A). to be in a miserable plight, BGU 1141.31 (i B.C.).


ShortDef

to be in a miserable plight

Debugging

Headword:
καχεκτεύομαι
Headword (normalized):
καχεκτεύομαι
Headword (normalized/stripped):
καχεκτευομαι
IDX:
56284
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-56285
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κᾰχεκ-τεύομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be in a miserable plight</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">BGU</span> 1141.31 </span> (i B.C.).</div> </div><br><br>'}