Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καύχησις
καυχητής
καυχητιάω
καυχός
καφουρά
κάφρυκτοι
καφώρη
καχάζω
καχασμός
καχειμονία
καχείτης
καχεκτεύομαι
καχεκτέω
καχέκτης
καχεκτικός
καχεξής
καχεξία
καχεταιρεία
καχήμερος
καχίλα
κάχλα
View word page
καχείτης
καχείτης, ου, , dub. sens. in JHS 32.161 (Pisidia).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καχείτης
Headword (normalized):
καχείτης
Headword (normalized/stripped):
καχειτης
IDX:
56283
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-56284
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καχείτης</span>, <span class="itype greek">ου</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, dub. sens. in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">JHS</span> 32.161 </span> (Pisidia).</div><br><br>'}